- παραδέχομαι
- ΝΜΑ, ιων. τ. παραδέκομαι, ποιητ. τ. παρδέχομαιδέχομαι κάτι ως ορθό και δίκαιο, συμφωνώ, εγκρίνω, αποδέχομαι (α. «δεν παραδέχεται ότι υπάρχει ζωή σε άλλους πλανήτες» β. «οὐ παραδέξονταί σου τὴν μαρτυρίαν περὶ ἐμοῡ», ΚΔ)νεοελλ.1. αναγνωρίζω, ομολογώ («ποτέ δεν παραδέχεται τα λάθη του»)2. θεωρώ, κρίνω ως άξιο («σέ παραδέχομαι»)3. (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τα παραδεδεγμέναόσα ισχύουν κατά παράδοση, αυτά που θεωρούνται από όλους ως ορθάαρχ.1. δέχομαι κάτι που μού προσφέρεται από κάποιον («σῆμα κακὸν παρεδέξατο γαμβροῡ», Ομ. Ιλ.)2. (για τέκνα) κληρονομώ («παραδεξάμενος παρὰ τοῡ πατρὸς τὸν πόλεμον», Ηρόδ.)3. παραλαμβάνω κάτι από την παράδοση («φήμην... παραδεδέγμεθα τῆς τῶν τότε μακαρίας ζωῆς», Πλάτ.)4. (για άρχοντα) λαμβάνω αντικείμενα που έχουν γραφεί σε κατάλογο5. (για μαθητή) κάνω κτήμα μου τα διδασκόμενα6. αναλαμβάνω έργο ή αξίωμα7. υποδέχομαι8. (με απρμφ.) αναλαμβάνω να κάνω κάτι9. επιτρέπω σε κάποιον να εισέλθει10. αναγνωρίζω σε κάποιον την ιδιότητα τού πολίτη («ἐν Ἄργει... ἠναγκάσθησαν παραδέξασθαι τῶν περιοίκων τινάς», Αριστοτ.)11. δέχομαι ότι κάποιος είναι κάτι («ὅν ἀγαπᾷ Κὗριος παιδεύει, μαστειγεῑ δὲ πάντα υἱόν, ὅv παραδέχεται», ΠΔ)12. γραμμ. σημαίνω, έχω σημασία.
Dictionary of Greek. 2013.